Άρνηση Επικοινωνίας
Στο διαζύγιο, ο γονέας που δεν έχει την επιμέλεια και δεν διαμένει με το ανήλικο τέκνο, έχει θεμελιωμένο εκ του νόμου δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο, το οποίο κατοχυρώνεται είτε με απόφαση Δικαστηρίου στα πλαίσια διαζυγίου κατ’ αντιδικία είτε με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των γονέων στα πλαίσια ενός συναινετικού διαζυγίου.
Άρνηση Επικοινωνίας
Σε περίπτωση διαζυγίου, όταν υπάρχει ανήλικο τέκνο, κρίσιμο είναι να κριθεί ποιος θα έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και πώς θα επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο ο άλλος γονέας που δεν θα έχει την επιμέλειά του. Αναλυτικότερα, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια με το ανήλικο τέκνο θεμελιώνεται νομοθετικά στο άρθρο 1520 του Αστικού Κώδικα, όπου προβλέπεται ρητά ότι ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας μ’ αυτό. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι η διατήρηση ενός πολύ σημαντικού ψυχικού δεσμού του ανηλίκου τέκνου με τον γονέα που δεν διαμένει πλέον στην οικογενειακή εστία.
Το πρόβλημα ωστόσο δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία το ίδιο το ανήλικο τέκνο, ενώ υπάρχει δικαστική απόφαση που κατοχυρώνει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του, αρνείται πεισματικά την επικοινωνία μαζί του. Στην πράξη όταν υπάρχει απόφαση που θεμελιώνει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια με το ανήλικο τέκνο, η παραβίασή της, είτε με την μορφή της πλήρους παρεμπόδισης από πρόθεση είτε με την μορφή της απλής παρέκκλισης απ’ αυτή, επισύρει ποινικές συνέπειες για τον έτερο γονέα που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και οφείλει να την εκτελέσει. Αναλυτικότερα, σε περίπτωση άσκησης εγκλήσεως (ποινικής δίωξης) από τον γονέα-φορέα του δικαιώματος επικοινωνίας εναντίον του γονέα που έχει την επιμέλεια, αποτέλεσμα είναι η έκδοση δύο καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων, εκ των οποίων η μία θα αναγνωρίζει την παράβαση και θα τον καταδικάζει για παραβίαση δικαστικής απόφασης και η δεύτερη θα επακολουθεί την κοινοποιηθείσα πρώτη, εκτελώντας τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση που συνήθως προβλέπονται ως κυρώσεις στην αρχική απόφαση επικοινωνίας. Όταν μάλιστα η παρεμπόδιση της επικοινωνίας από πρόθεση λάβει χώρα κατ’ επανάληψη από πλευράς του γονέα που έχει την επιμέλεια, μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο κακής άσκησης της γονικής μέριμνας εκ μέρους του και ως εκ τούτου λόγο αφαίρεσης της επιμέλειας.
Στην πράξη λοιπόν αυτό που δύναται να κάνει ο γονέας που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, σε περίπτωση που το τελευταίο αρνείται πεισματικά την επικοινωνία με τον έτερο γονέα, ο οποίος δε διαμένει πλέον μαζί του, είναι να ζητήσει με σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων την μεταρρύθμιση ή αλλιώς ανάκληση της απόφασης που έχει προηγηθεί και επιδικάζει την επικοινωνία, επικαλούμενος αναλυτικά την ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών, το συμφέρον του τέκνου και την ισορροπία της ψυχοσυναισθηματικής του υγείας, η οποία είναι ο πρωταρχικός στόχος. Εάν μάλιστα το ίδιο το ανήλικο τέκνο είναι αρκετά ώριμο ηλικιακά, μπορεί να προσέλθει στο δικαστήριο και να μιλήσει με τον/την Πρόεδρο κατ’ ιδίαν σε ειδική ακρόαση, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα.
Ωστόσο η καλύτερη δυνατή λύση είναι η εξεύρεση κάποιας συμβιβαστικής λύσης μεταξύ των δύο αντιδίκων γονέων πριν από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια, πάντα με γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.