Απλήρωτη συναλλαγματική
Με τον όρο συναλλαγματική εννοούμε το αξιόγραφο που κατονομάζεται ρητά συναλλαγματική, με το οποίο ένα πρόσωπο δίνει εντολή σε άλλο να πληρώσει σε τρίτο πρόσωπο ένα χρηματικό ποσό σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Κύρια λειτουργία της συναλλαγματικής είναι η παροχή πιστώσεως, η οποία εκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της συναλλαγματικής μέχρι τον χρόνο λήψεως της συναλλαγματικής, η δε εντολής πληρωμής της αναφέρεται μόνο σε χρηματικό ποσό, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται η συναλλαγματική ως χρηματόγραφο.
Απλήρωτη συναλλαγματική
Αυτός που δίνει εντολή πληρωμής και εκδίδει τη συναλλαγματική καλείται εκδότης, ενώ αυτός προς τον οποίο θα γίνει η πληρωμή καλείται λήπτης και είναι ουσιαστικά ο δικαιούχος της συναλλαγματικής. Κύριος οφειλέτης της συναλλαγματικής είναι ο αποδέκτης πληρωτής της, είναι δηλαδή το πρόσωπο που έδωσε τη δήλωση βούλησής του με την αποδοχή της συναλλαγματικής. Τότε καλείται αποδέκτης και καθίσταται ο κύριος οφειλέτης. Ωστόσο απέναντι στον κομιστή του αξιογράφου δεν ευθύνεται μόνο ο αποδέκτης αλλά επικουρικά και ο εκδότης καθώς και οι λοιποί οπισθογράφοι και οι τριτεγγυητές.
Για να είναι έγκυρη μία συναλλαγματική απαιτείται συγκεκριμένος τύπος και ειδικότερα οκτώ (8) τυπικά στοιχεία, τα οποία είναι τα κάτωθι:
1.Η ονομασία «συναλλαγματική», η οποία ρητά πρέπει να αναφέρεται στο κείμενό της, η οποία καθορίζει το είδος του αξιογράφου καθώς καθορίζει την ευύθυνη αυτού που θα την αποδεχτεί.
2. Η απλή και καθαρή εντολή πληρωμής, η οποία εκφράζεται με φράσεις του τύπου «πληρώσατε», «καταβάλετε» ή άλλες παρόμοιες και δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία.
3. Το όνομα του πληρωτή, δηλαδή εκείνου που οφείλει να πληρώσει. Μπορεί να αναφέρονται περισσότεροι πληρωτές, ωστόσο τα ονόματά τους πρέπει να αναφέρονται αθροιστικώς και όχι διαζευκτικώς, διότι σ’ αυτήν την περίπτωση η συναλλαγματική είναι άκυρη.
4. Το όνομα του λήπτη της συναλλαγματικής, δηλαδή του προσώπου στον οποίο θα γίνει η πληρωμή ή εις διαταγή του οποίου θα γίνει η πληρωμή. Συνήθως δίπλα από το όνομα του λήπτη της συναλλαγματικής σημειώνεται η ένδειξη «εις διαταγή», ωστόσο η προσθήκη αυτή δεν είναι απαραίτητη. Στην πράξη, ο λήπτης της συναλλαγματικής συμπίπτει με τον εκδότη της. Σ’ αυτήν την περίπτωση στη συναλλαγματική σημειώνεται η ένδειξη «σε διαταγή εμού του ιδίου» ή «εις εμέ τον ίδιο».
5. Ο χρόνος λήξεως της συναλλαγματικής, ο οποίος πρέπει να καλύπτεται από την υπογραφή. Η αναγραφή του χρόνου λήξεως έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς έτσι καθορίζεται ο χρόνος εμφάνισης προς πληρωμή της συναλλαγματικής. Σε περίπτωση που ελλείπει το στοιχείο του χρόνου λήξεως/ πληρωμής της συναλλαγματικής, η συναλλαγματική δεν παύει να έχει κύρος. Σ’ αυτήν την περίπτωση απλά η συναλλαγματική θεωρείται ως συναλλαγματική όψεως, δηλαδή ως πληρωτέα άμα τη εμφανίσει.
6. Ο τόπος πληρωμής, η αναγραφή του οποίου είναι ιδαίτερα κρίσιμη, καθ’ ότι καθορίζει τον τόπο εμφάνισης της συναλλαγματικής προς πληρωμή από τον κομιστή. Σε περίπτωση που ελλείπει ο τόπος πληρωμής της συναλλαγματικής, πάλι η συναλλαγματική δεν θεωρείται άκυρη, αφού ως τόπος πληρωμής θεωρείται σ’ αυτήν την περίπτωση ως τόπος πληρωμής θεωρείται ο τόπος που σημειώνεται δίπλα από το όνομα του πληρωτή, ο οποίος θεωρείται και ως τόπος πληρωμής και ως τόπος κατοικίας του πληρωτή. Αν ο τελευταίος τόπος πληρωμής ελλείπει, σ’ αυτήν την περίπτωση η συναλλαγματική θεωρείται άκυρη.
7. Η σημείωση της χρονολογίας έκδοσης και του τόπου έκδοσης της συναλλαγματικής. Συνήθως οι δύο αυτές πληροφορίες αναγράφονται κάτω από το όνομα του εκδότη. Εάν ελλείπει ο χρόνος έκδοσης της συναλλαγματικής, η συναλλαγματική είναι άκρυη. Εάν ωστόσο ελλείπει ο τόπος έκδοσής της, αναπληρώνεται από τον τόπο που σημειώνεται δίπλα από το όνομα του εκδότη, ο οποίος παράλληλα συνιστά και τόπο κατοικίας του. Σε περίπτωση ωστόσο που ελλείπει και αυτός, η συναλλαγματική είναι άκυρη.
8. Η χειρόγραφη υπογραφή του εκδότη, η οποία προσδιορίζει τη δήλωση βούλησης του εκδότη και καθιστά τη συναλλαγματική ιδιωτικό έγγραφο. Σε περίπτωση δε εταιρείας, δεν αρκεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, αλλά απαιτείται περαιτέρω και σχετική σφραγίδα με την επωνυμία της.
Σε περίπτωση που ελλείπει κάποιο ή όλα από τα ως άνω τυπικά στοιχεία της συναλλαγματικής, το οποίο ή τα οποία πρόκειται να συμπληρωθούν μεταγενέστερα ανάλογα με τη συμφωνία των μερών, τότε μιλάμε για λευκή συναλλαγματική. Η έλλειψη τυπικών στοιχείων μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείο η συναλλαγαμτική να περιέχει μόνο μία υπογραφή, του εκδότη ή του αποδέκτη. Η ηθελημένα ατελής συναλλαγματική εκδίδεται για παράδειγμα όταν δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο το ύψος της απαίτησης ή όταν δίδεται πίστωση, κλπ.
Τα αποτελέσματα της έκδοσης λευκής συναλλαγματικής διαφοροποιούνται ανάλογα με το εάν η συμπλήρωσή της γίνεται ακολούθως με τη συμφωνία των μερών ή κατά παράβασή της. Στην πρώτη περίπτωση με την συμπλήρωσή της η συναλλαγματική καθίσταται τέλεια και αντιμετωπίζεται σαν μία συναλλαγματική η οποία είχε συμπληρωθεί εξ αρχής με όλα τα τυπικά της στοιχεία. Σε περίπτωση όμως αντισυμβατικής συμπλήρωσης της συναλλαγματικής (είτε λ.χ. ως προς τον χρόνο λήξης της είτε ως προς το ποσό), η λευκή συναλλαγματική δεν αντιτάσσεται κατά του κομιστή της, παρά μόνον εάν αυτός απέκτησε τη συναλλαγματική κακή τη πίστη ή κατά βαρύ πταίσμα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο αποδέκτης της συναλλαγματικής ευθύνεται μόνο στα πλαίσια της συμφωνίας, έχοντας το δικαίωμα να αποκρούσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης κατά το μέτρο που αυτή υπερβαίνει την αρχική συμφωνία.