Ποινικό δίκαιο
Με τον όρο Ποινικό Δίκαιο εννοούμε εκείνο τον τομέα Δικαίου που ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιβάλλονται από μία Πολιτεία οι ποινικές κυρώσεις, δηλαδή οι ποινές και τα μέτρα ασφαλείας. Το Ποινικό Δίκαιο απαρτίζεται από δύο κύρια μέρη, το κυρίως ή ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, που καθορίζει τα στοιχεία των αξιοποίνων πράξεων και τις ποινικές κυρώσεις που αντιστοιχούν σ’ αυτές και το δικονομικό ποινικό δίκαιο (ποινική δικονομία), το οποίο καθορίζει τη διαδικασία εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ως τομέας δικαίου που ορίζει τον τρόπο άσκησης της ποινικής εξουσίας, έχει κατ’ εξοχήν δημόσιο χαρακτήρα και πρωταρχικό στόχο την προάσπιση του Δημοσίου συμφέροντος.
Ποινικό δίκαιο
Το άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνει τον ορισμό του εγκλήματος. Έγκλημα λοιπόν είναι η πράξη ή η παράλειψη, η οποία είναι άδικη και καταλογιστή στον δράστη της και τιμωρείται από τον Νόμο. Με τον όρο «άδικη» εννοούμε την πράξη ή παράλειψη η οποία είναι αντίθετη στο Δίκαιο. Με τον όρο «καταλογιστή» στον δράστη της εννοούμε την πράξη ή παράλειψη,η οποία τελέστηκε με δόλο (με πρόθεση) ή από αμέλεια. Με δόλο (με πρόθεση) διαπράττεται μία πράξη είτε: α) όταν ο δράστης θέλει/επιθυμεί την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης (άμεσος δόλος) είτε: β) όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται (ενδεχόμενος δόλος). Από αμέλεια διαπράττεται μία πράξη όταν ο δράστης από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε: α) δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα (ασυνείδητη αμέλεια) είτε: β) το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια).
Τα εγκλήματα διακρίνονται ανάλογα με τη σοβαρότητά τους και η τέλεσή τους επισείει για τον δράστη της την επιβολή κάθε φορά διαφορετικής ποινής. Μιλάμε δηλαδή για τρεις κατηγορίες εγκλημάτων με κλιμακούμενη σοβαρότητα επιβαλλόμενης ποινής, τα πταίσματα, τα πλημμελήματα και τα κακουργήματα. Πταίσματα είναι τα εγκλήματα που τιμωρούνται με κράτηση ή πρόστιμο. Πλημμελήματα είναι τα εγκλήματα που τιμωρούνται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή. Κακουργήματα είναι τα εγκλήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη (ισόβια ή πρόσκαιρη). Ειδικότερα με τον όρο ποινή εννοούμε την τιμωρία που επιβάλλει ο ποινικός νόμος στην τέλεση εκάστου εγκλήματος. Οι ποινές είτε αφορούν στην καταβολή χρήματος (ποινές σε χρήμα) και διακρίνονται στο πρόστιμο και την χρηματική ποινή, είτε αφορούν τη στέρηση της ελευθερίας (ποινές στερητικές της ελευθερίας) και διακρίνονται στην κράτηση (από μία ημέρα έως τριάντα ημέρες), τη φυλάκιση (από δέκα ημέρες έως πέντε έτη), την πρόσκαιρη κάθειρξη (από πέντε έτη έως είκοσι έτη) και την ισόβια κάθειρξη. α)το πρόστιμο (από 10.000 δρχ. έως 200.000 δρχ.) Η εκτίμηση της ακριβούς ποινής που θα επιβληθεί στον δράστη για την τέλεση ενός ή περισσοτέρω εγκλημάτων αποφασίζεται από το Ποινικό Δικαστήριο στα πλαίσια των ορίων που θέτει ο Νόμος. Τη σχετική απόφασή του (επιβολή ποινής) λαμβάνει κατά τη λεγόμενη «επιμέτρηση της ποινής» ,αφού δηλαδή λάβει υπόψη του ορισμένα κριτήρια που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας (άρθρα 79-87ΠΚ) ,από τα οποία πιο σημαντικά είναι: α) η βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) η προσωπικότητα του εγκληματία. Το δικαστήριο μπορεί να υπερβεί το κατώτατο όριο ποινής που ορίζει η διάταξη του ποινικού νόμου για ο συγκεκριμένο έγκλημα,αν υπάρχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή αν από άλλη διάταξη προβλέπεται ποινή ελαττωμένη. Μπορεί να υπερβεί το ανώτατο όριο ποινής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις , δηλαδή αν ο δράστης είναι υπότροπος ή καθ’ έξη εγκληματίας.
Στο σύγχρονο ελληνικό ποινικό σύστημα υπάρχουν στοιχεία ελαστικότητας που καθιστούν ηπιότερη την επιβολή και την εκτέλεση της ποινής. Μεταξύ αυτών διακρίνουμε : α) τη δυνατότητα εξαγοράς της ποινής στέρησης της ελευθερίας (για ποινές στέρησης της ελευθερίας κάτω των τριών ετών), β) τη δυνατότητα αναστολής της ποινής (για όσους καταδικάσθηκαν , χωρίς να έχουν τιμωρηθεί προηγουμένως για 63 άλλες πράξεις σε ποινή στέρησης της ελευθερίας συνολικώς μεγαλύτερης των έξι μηνών) ,γ) την απόλυση από τη φυλακή υπό όρο (η δυνατότητα να εξέρχεται από τη φυλακή ο κατάδικος, αφού εκτίσει ένα τμήμα της ποινής του και με τον όρο να μην υποπέσει σε άλλη αξιόποινη συμπεριφορά).
Εκτός όμως από την ποινή που επισείει έκαστο έγκλημα, ένας άλλος τρόπος για να διακρίνουμε τα εγκλήματα μεταξύ τους είναι ο τρόπος δίωξής τους. Δηλαδή όταν υπάρχει ρητή επιθυμία του θύματος της αξιόποινης πράξης να κινήσει την ποινική δίωξη για να τιμωρηθεί ο δράστης, τότε μιλάμε για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα. Η έγκληση είναι η έγγραφη ρητή δήλωση του παθόντος να τιμωρηθεί ο δράστης, η οποία φυσικά είναι ελευθέρως ανακλητή. Αντίθετα όταν η ποινική δίωξη ασκείται από την Πολιτεία αυτεπαγγέλτως και ο δράστης τιμωρείται ανεξάρτητα από το εάν το επιθυμεί ή όχι ο παθών, τότε μιλάμε για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα. Τα περισσότερα εγκλήματα είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι σε ορισμένα εγκλήματα δεν μπορεί να προσδιορισθεί το πρόσωπο του παθόντος.